κοπτάριον

κοπτάριον
κοπτάριον, τὸ (Α) [κοπτή (Ι)]
1. είδος ιατρικού τονωτικοὺ παρασκευάσματος τών αρχαίων από αμύγδαλα φρυγμένα και τριμμένα, μαζί με μέλι, πιπέρι και άλλες αρωματικές και διεγερτικές ουσίες
2. μαλακτικό τής κοιλιάς με τριμμένο αμύγδαλο, νίτρο, γλυκάνισο και μέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπτάριον — lozenge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπτάρια — κοπτάριον lozenge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”